- μάγκωμα
- τοβλ. μάγγωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάγκωμα — το το δυνατό σφίξιμο, η συμπίεση: Πόνεσα πολύ από το μάγκωμα του χεριού μου στο παράθυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού … Dictionary of Greek
μάγγωμα — και μάγκωμα, το [μαγγώνω] 1. σύσφιγξη, συμπίεση, σύνθλιψη 2. σύλληψη 3. μτφ. αδυναμία έκφρασης και ενέργειας λόγω δειλίας ή αμηχανίας … Dictionary of Greek
δάγκωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του δαγκώνω, η δαγκωματιά: Το δάγκωμα του σκύλου στο χέρι μου ήταν αρκετά δυνατό. 2. το μάγκωμα, το γάντζωμα: Το μανίκι μου πιάστηκε στο δάγκωμα της πόρτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)